Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους αναπληρωτές,
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται σε μια ουρά,
έξω από μια πόρτα ή μπροστά σ’ έναν υπάλληλο,
κι εκλιπαρούν με μια αίτηση στο χέρι
για μια υπογραφή.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
ο νους μου πάει στους αναπληρωτές,
σ’ αυτούς που ώρες στέκονται στον υπολογιστή,
από το βράδυ ως το πρωί,
κι ανανεώνουν τη σελίδα
να δουν πού τους προσέλαβαν.
Όταν σε περιμένω και δεν έρχεσαι,
γίνομαι ένα με τους αναπληρωτές.