Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει ένα οροθετικό άτομο στις μέρες μας είναι το έντονο κοινωνικό στίγμα που συντηρείται από τις λανθασμένες πληροφορίες και τις αναχρονιστικές αντιλήψεις, που σχετίζονται με τον HIV.
Είναι ακόμα χειρότερο αυτές οι αντιλήψεις να καλλιεργούνται μέσα στα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας.
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά που γίνεται στο βιβλίο Βιολογίας της Γ’ Λυκείου (ενότητα 1.3.4. με τίτλο «Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοβιολογικής Ανεπάρκειας – AIDS» / σ. 47-52).
Στο εν λόγω κείμενο, η λοίμωξη HIV/AIDS παρουσιάζεται με όρους της δεκαετίας του ’80, αγνοώντας όλες τις μετέπειτα επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις.
Διαβάζουμε, λοιπόν σ΄αυτό, πως «η εξάπλωση της ασθένειας σε όλες τις χώρες του κόσμου έχει πάρει εκρηκτικές διαστάσεις και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους κινδύνους για την παγκόσμια υγεία» (σ. 47, παρ 1η), πως «ο ιός μπορεί να μεταδοθεί με τη μετάγγιση αίματος» και «δεν αποκλείεται μετάδοση του ιού και κατά τον τοκετό» (σ. 47, παρ. 3η), πως «με την πάροδο του χρόνου τα συμπτώματα αυτά γίνονται εντονότερα και το άτομο οδηγείται τελικά στο θάνατο» (σ. 49, παρ. 2η), και πως «δυστυχώς, μέχρι σήμερα, η επιστήμη δε διαθέτει κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα αντιμετώπισης του ΗIV» (σ. 49, παρ. 3).
Το προβληματικό αυτό κείμενο είχε αναγνωρίσει τον περασμένο Σεπτέμβριο η οργάνωση Κέντρο Ζωής – Για την υποστήριξη όσων ζουν με HIV/AIDS, η οποία έστειλε επιστολή στην υπουργό Παιδείας, ζητώντας τη διόρθωσή του σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημονικές – κοινωνικές εξελίξεις.
Όπως αναφέρεται στην επιστολή του Κέντρου Ζωής: “Οι αναφορές αυτές απέχουν μακράν της τρέχουσας πραγματικότητας γύρω από τη λοίμωξη HIV/AIDS η οποία, εδώ και πάνω από δύο δεκαετίες, αποτελεί, με την ανάπτυξη και διαρκή εξέλιξη της συνδυαστικής αντιρετροϊκής θεραπείας, ένα διαχειρίσιμο, μη θανατηφόρο και υπό προϋποθέσεις μη μεταδοτικό νόσημα, ενώ η εξάπλωσή της έχει σε μεγάλο βαθμό ανασχεθεί παγκοσμίως.
Εκτιμούμε, δε, πως η ανακριβής και παρωχημένη αυτή παρουσίαση του HIV/AIDS ως κοινωνικής μάστιγας, ως θανατηφόρου ασθένειας για την οποία η επιστήμη δεν έχει απάντηση, αφενός καλλιεργεί αρνητικές στάσεις προς τους ανθρώπους που ζουν με HIV, συντηρώντας τον κοινωνικό στιγματισμό και την περιθωριοποίησή τους, αφετέρου μειώνει το κύρος και την αξιοπιστία της δημόσιας εκπαίδευσης στη χώρα μας”.
Η επιστολή διαβιβάστηκε και στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, αρμόδιο γνωμοδοτικό και εισηγητικό φορέα για τα προγράμματα σπουδών και τα σχολικά βιβλία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, το οποίο απάντησε ως εξής: «Όσον αφορά στις ειδικότερες παρατηρήσεις/ προτάσεις σχετικά με αναφορές για τον HIV/AIDS στο βιβλίο της Βιολογίας της Γενικής Παιδείας της Γ΄ Λυκείου, εκ των οποίων κάποιες εξ αυτών θεωρούνται παρωχημένες, θα συνεκτιμηθούν σε μελλοντικό επανασχεδιασμό των Προγραμμάτων Σπουδών και στην εκπόνηση των αντίστοιχων σχολικών εγχειριδίων».
Σήμερα, η οργάνωση επανήλθε στο θέμα κάνοντας τις εξής προτάσεις:
Την εξαίρεση της ενότητας 1.3.4. («Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσοβιολογικής Ανεπάρκειας [AIDS], σ. 47-52) του σχολικού εγχειριδίου για το μάθημα της Βιολογίας Γενικής Παιδείας της Γ’ τάξης του Γενικού Λυκείου από την εξεταστέα ύλη των πανελληνίων εξετάσεων της σχολικής περιόδου 2019-2020 και για τα επόμενα σχολικά έτη, έως ότου πραγματοποιηθεί ο επανασχεδιασμός των Προγραμμάτων Σπουδών και η αναθεώρηση των αντίστοιχων σχολικών εγχειριδίων, προκειμένου οι μαθητές/ριες να μην αναγκάζονται να μαθαίνουν ανακριβείς πληροφορίες για ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα της ατομικής και της δημόσιας υγείας.
Τη σύνταξη από τα αρμόδια όργανα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων ενός επιστημονικά έγκυρου και παιδαγωγικά κατάλληλου οδηγού, ειδικά γύρω από τη διαπραγμάτευση της λοίμωξης HIV/AIDS στη σχολική τάξη, για τους εκπαιδευτικούς της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που διδάσκουν το μάθημα της Βιολογίας Γενικής Παιδείας στη Γ’ τάξη του Λυκείου, προκειμένου να υπάρξει μια άμεση ενημέρωση του περιεχομένου της επίμαχης ενότητας, έως τη συνολική αναθεώρηση του σχετικού εγχειριδίου.
Παράλληλα, τόνισε ότι “το Υπουργείο πρέπει να επανεξετάσει συνολικά την πολιτική του ως προς την προαγωγή της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας στο σχολικό πλαίσιο, αξιοποιώντας πρακτικές που εφαρμόζονται εδώ και δεκαετίες στα δημόσια εκπαιδευτικά συστήματα των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, και ανταποκρινόμενο στις επιταγές διεθνών συμβάσεων, όπου η παροχή μιας ολιστικής, συμπεριληπτικής, ηλικιακά κατάλληλης και θεμελιωμένης στα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και στα ανθρώπινα δικαιώματα σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης είναι ένας από τους πλέον αποτελεσματικούς τρόπους για την προαγωγή της σεξουαλικής και αναπαραγωγικής υγείας και της κοινωνικής δικαιοσύνης”.